- μεταχρόνιαι
- μεταχρόνιοςhappening afterwardsfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταχρόνιος — ον, θηλ. και ία (Α) [μετάχρονος] 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατόπιν 2. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, πάνω από τη γη, ο μετέωρος («μεταχρόνιαι γὰρ [αἱ Ἅρπυιαι»]), Ησίοδ.) … Dictionary of Greek